- ὠβάλλετο
- ὠβάλλετο· διωθεῖτο, Hsch. [full] ὠβάτας· τοὺς φυλέτας, Id. (ὠβάτους cod.); cf. ὠβά.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ωβάλλετο — Α (κατά τον Ησύχ.) «διωθεῑτο». [ΕΤΥΜΟΛ. Αν ο τ. έχει παραδοθεί ορθά, πρόκειται πιθ. για σύνθ. τού βάλλω με το προθεματικό ὀ (πρβλ. ὀ κέλλω, ὀ τρύνω), από όπου ο τ. ὠβάλλετο, με χρονική αύξηση. Η σύνδεση τού τ. με τη λ. ὀβελός δεν θεωρείται… … Dictionary of Greek
οβάλλω — ὀβάλλω (Α) βλ. ωβάλλετο … Dictionary of Greek